παρεκκοπή

παρεκκοπή
ἡ, Α
το φράξιμο τής φωνής, η αποκοπή, η διακοπή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκκοπή «αποβολή, αποκοπή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”